κορύδαλος

κορύδαλος
κορύδαλος, ὁ (Α)
βλ. κορυδαλ(λ)ός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κορυδαλ(λ)ός — και κορύδαλος, ο (ΑM κορυδαλλός και κορυδαλός, Α και κορύδαλος, Μ και ἀσκορδαλλός και ἀσκορδιαλλός και σκορδαλλός και σκορδιαλλός) ονομασία, κοινή σήμερα, στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που σύμφωνα με την ισχύουσα επιστημονική κατάταξη ανήκουν στην …   Dictionary of Greek

  • νευρόπτερα — Τάξη εντόμων που αριθμεί πολυάριθμα είδη σπάνια μικρών διαστάσεων (άνοιγμα πτερύγων 5 χιλιοστά), συχνότερα μέσου ή μεγάλου μεγέθους και ορισμένες φορές πολύ μεγάλου (μερικοί μυρμηκολέοντες έχουν άνοιγμα πτερύγων σχεδόν 17 εκ.). Τα στοματικά… …   Dictionary of Greek

  • ԱՐՏՈՅՏ — (տուտի) NBH 1 0382 Chronological Sequence: Unknown date, 11c, 14c գ. ԱՐՏՈՅՏ կամ ԱՐՏՈՒՏ. գրի եւ ԱՐՏԻՒՏ, եւ ԱՐՏՕՏ. κορυδαλός , κορυδίς alauda, galerita Փորքրիկ թռչուն արտի՝ երկայն փետրովք ʼի գլուխն. աբեղաձագ .... ըստ ոմանց՝ շիֆնին, իբր ազգ ինչ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”